βαλανίνος

βαλανίνος
(balaninus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στην Ευρώπη, αλλά και σε άλλες περιοχές, και προκαλούν ζημιές στους καρπούς ορισμένων δέντρων. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 5 έως 10 χιλιοστά, ενώ το ρύγχος τους είναι πολύ μακρύ. Έχουν χρώμα καστανωπό και το σώμα τους καλύπτεται από λεπτές τρίχες. Στη μέση του ρύγχους ξεχωρίζουν δύο λεπτές καμπυλωτές κεραίες. Τα έντομα που ανήκουν στο γένος βαλανίνος ζουν κυρίως στην Ευρώπη και προκαλούν ζημιές στους καρπούς ορισμένων δέντρων. Νύμφη του γένους βαλανίνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαλάνινον — βαλάνινος made of masc acc sg βαλάνινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίνοις — βαλάνινος made of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίνου — βαλάνινος made of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλανίνῳ — βαλάνινος made of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”